- λευκοπλακία
- Πάθηση των βλεννογόνων αδένων κατά την οποία παρουσιάζονται λευκά ακανόνιστα επάρματα (λεκέδες, πλάκες), κυρίως στον βλεννογόνο του στόματος ή στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Μπορεί να οφείλονται σε υπερκεράτωση λόγω χρόνιου ερεθισμού ή να συνιστούν προκαρκινωματώδεις βλάβες.
* * *ηιατρ. χρόνια φλεγμονώδης πάθηση τών βλεννογόνων η οποία καταλήγει σε κερατινοποίηση τού επιθηλίου και στον σχηματισμό λευκών κηλίδων και η οποία είναι ύποπτη εξαλλαγής σε καρκίνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucoplakia < leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + plak- (< πλάξ, πλακός) + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.