λευκοπλακία

λευκοπλακία
Πάθηση των βλεννογόνων αδένων κατά την οποία παρουσιάζονται λευκά ακανόνιστα επάρματα (λεκέδες, πλάκες), κυρίως στον βλεννογόνο του στόματος ή στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Μπορεί να οφείλονται σε υπερκεράτωση λόγω χρόνιου ερεθισμού ή να συνιστούν προκαρκινωματώδεις βλάβες.
* * *
η
ιατρ. χρόνια φλεγμονώδης πάθηση τών βλεννογόνων η οποία καταλήγει σε κερατινοποίηση τού επιθηλίου και στον σχηματισμό λευκών κηλίδων και η οποία είναι ύποπτη εξαλλαγής σε καρκίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leucoplakia < leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + plak- (< πλάξ, πλακός) + κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • λευκοπλασία — η ιατρ. η λευκοπλακία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leucoplasie < leuc(o) (πρβλ. λευκ[ο] ) + plasie (< νεολατ. plasia < πλάσις)] …   Dictionary of Greek

  • τύλωση — η / τύλωσις, υλώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων νεοελλ. 1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας 2. στον πληθ. οι τυλώσεις βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”